- στολιστήριον
- τὸ, Αο χώρος στον οποίο οι ιερείς φορούσαν τις ιερατικές στολές τους ή στόλιζαν, έντυναν γιορταστικά τα αγάλματα τών θεών.[ΕΤΥΜΟΛ. < στολίζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. καθαρισ-τήριον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στολιστήρια — στολιστήριον place where the priests attired themselves neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)